Το αδικημένο αδελφάκι

Του ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το καλοκαίρι του 2011 στην Ελλάδα ήταν σαφές ότι η οικονομική κρίση δεν ήταν παροδική και πως οι κοινωνικές επιπτώσεις της θα ήταν βαριές.

Τότε, στο χείλος της χρεοκοπίας, δεν λήφθηκε σοβαρή μέριμνα για το επίπεδο διαβίωσης όσων ήδη «κρέμονταν από μια κλωστή». Περιστασιακά εργαζόμενοι, χαμηλόμισθοι, απολυμένοι και αυτοαπασχολούμενοι με χαμηλό «τζίρο» βρέθηκαν στο κοινωνικό κενό, χωρίς κρατική μέριμνα κοινωνικής

πρόνοιας. Το φετινό καλοκαίρι διαφαίνονται παρόμοια σημάδια για τον επόμενο χειμώνα, αλλά υπάρχει έγκαιρη αντίδραση. Ωστόσο αυτή πάλι αφήνει έξω από το «κάδρο» την κοινωνική προστασία όσων την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Το 2020 συνέπεσαν η πανδημία και οι οικονομικές επιπτώσεις της με την ισχνή οικονομική μεγέθυνση των τελευταίων τριών ετών (αύξηση του ΑΕΠ κάτω από 2%, μετά την άσκοπη περιπέτεια του 2015-2016). Τη φετινή άνοιξη υιοθετήθηκαν σωστά μέτρα στα πεδία της δημόσιας υγείας, της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της εισοδηματικής πολιτικής, με σκοπό υγειονομικοί και οικονομικοί κίνδυνοι να μην οδηγήσουν σε κοινωνική κρίση. Πρόσθετα μέτρα αναγγέλλονται για τους επόμενους μήνες, όμως άλλες κοινωνικές πολιτικές, όπως η πολιτική καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και η πολιτική για την οικογένεια και το παιδί, μένουν πάλι στην άκρη.

Παρότι αυτό συμβαίνει και αλλού, στην Ελλάδα, περισσότερο από άλλες χώρες, η πολιτική κοινωνικής πρόνοιας και αλληλεγγύης είναι το αδικημένο αδελφάκι των υπόλοιπων κοινωνικών πολιτικών. Οι αιτίες είναι πολλές. Κατ’ αρχάς, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι δεν εκπροσωπούνται πολιτικά.

Επίσης, για μερικά κόμματα προέχει η σώρευση ιδιωτικού κεφαλαίου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων – οι φτωχότεροι μπορούν να περιμένουν μήπως κάποτε κατρακυλήσει προς αυτούς μέρος από τον σωρευόμενο πλούτο. Για άλλα κόμματα, προηγείται η ταξική πάλη όσων είναι ήδη κοινωνικά ενταγμένοι – οι υπόλοιποι αρκεί να περιμένουν τη μετάβαση σε άλλο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Ακόμα, η υποβάθμιση της πολιτικής πρόνοιας και αλληλεγγύης οφείλεται στο δημοσιονομικό βάρος της συνταξιοδοτικής πολιτικής το οποίο, ειδικά στην Ελλάδα, συμπιέζει ασφυκτικά τις υπόλοιπες κοινωνικές πολιτικές. Τέλος, στο πρόσφατο παρελθόν ενισχύθηκαν οι φτωχότεροι συνταξιούχοι, με αναπάντεχα δώρα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ώστε αυτοί, αντί για το κράτος, να ασκούν πολιτική πρόνοιας και αλληλεγγύης ενδοοικογενειακά, με ωφελούμενους τα νεότερα μέλη της οικογένειάς τους.

Το αποτέλεσμα τέτοιων επιλογών πολιτικής ήταν ότι το 2017 οι δαπάνες ανά κάτοικο για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, παρότι αυξημένες σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, ήταν λιγότερες από το ένα τρίτο του μέσου όρου της Ευρωζώνης (σε σταθερές τιμές του 2010, στοιχεία Eurostat). Oι ανά κάτοικο δαπάνες για την οικογένεια και το παιδί ήταν υποδιπλάσιες του αντίστοιχου μέσου όρου. Παραδοσιακά, το ελληνικό κράτος καταφεύγει σε χρηματικές μεταβιβάσεις, όπως, π.χ., το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο, παρά τις παλιές επιφυλάξεις της, ευτυχώς θεσμοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Διαχρονικά όμως η διοικητική ανικανότητα του κράτους μας δεν επιτρέπει μεταβιβάσεις σε είδος και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες είναι συγκριτικά αναπτυγμένες σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Προφανώς, οι ανωτέρω δαπάνες και υπηρεσίες δεν πρόκειται να βελτιωθούν, αν δεν μειωθούν η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή.

Στην υποβάθμιση των μη χρηματικών μεταβιβάσεων έχει συμβάλει και η σχετική αδιαφορία διαδοχικών κυβερνήσεων. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες, όπως το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι», που εγκαινιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, για άτομα της τρίτης ηλικίας που δεν αυτοεξυπηρετούνται πλήρως και άτομα με κινητικές ή άλλες δυσλειτουργίες. Το πρόγραμμα παρήκμασε με τη λήξη της κοινοτικής χρηματοδότησης, αλλά αναβίωσε. Για το 2020 προβλέπονται μόνιμες προσλήψεις σχεδόν 3.000 υπαλλήλων σε δήμους για το πρόγραμμα. Είναι φανερό όμως ότι αυτό δεν συνιστά ένα δομημένο «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας», όπως αυτά που εθιμοτυπικά αναγγέλλονται, χωρίς να υλοποιούνται, από τα εκάστοτε «εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων».

Μετά το 2011 τέτοιο δίχτυ προσπάθησαν να υφάνουν μη κρατικοί φορείς, δηλαδή κοινωφελή ιδρύματα, η Εκκλησία της Ελλάδος, ΜΚΟ και ανεπίσημα δίκτυα αλληλοβοήθειας σε γειτονιές. Αυτή η κινητοποίηση της κοινωνίας πολιτών βοήθησε πολλά νοικοκυριά να επιβιώσουν, αλλά δεν θα έπρεπε να αντικαταστήσει τη συντεταγμένη παρέμβαση κοινωνικής πρόνοιας της πολιτείας. Εν μέσω πανδημίας, η πολιτική κοινωνικής πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να αφεθεί σε τρίτους, ελλείψει κρατικής μέριμνας.

Αν υπήρχε δίχτυ κοινωνικής προστασίας, θα πρόσφερε πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και παροχές σε είδος σε όσους το είχαν ανάγκη. Πόσοι είναι αυτοί στη χώρα μας; Εξαρτάται ποιος το μετράει και πώς το μετράει. Σε περιόδους όξυνσης του πολιτικού ανταγωνισμού, οι πιο λαϊκιστές από τους αντιπολιτευόμενους απαριθμούν πολλά εκατομμύρια πολιτών σε κατάσταση φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και εκπέμπουν τον αντίστοιχο πολιτικό λόγο (π.χ., «ανθρωπιστική κρίση»). Αντίθετα, οι συμπολιτευόμενοι υποβαθμίζουν το πρόβλημα, χωρίς αναφορά σε ευρωπαϊκές μετρήσεις, όπως το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Χρησιμότατοι είναι και οι δείκτες της Ερευνας Εισοδήματος και Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ. Από πρόσφατη έρευνά της (Ιούνιος 2020) προέκυψε ότι το 2019 το 12% των νοικοκυριών με μέλη-παιδιά δεν μπορούσαν να καλύψουν βασικές σχολικές ανάγκες τους και το 14% του ίδιου συνόλου δεν είχε χρήματα για την παροχή ενός τουλάχιστον γεύματος την ημέρα, το οποίο περιλάμβανε κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικά ίσης αξίας. Τα νούμερα φαίνονται σχετικά μικρά, αλλά είναι ήδη μεγάλα, αν συνυπολογίσει κανείς ότι οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της πανδημίας δεν έχουν ξεδιπλωθεί ακόμα. Αλλωστε, σήμερα η ύπαρξη έστω ενός τέτοιου νοικοκυριού θα έπρεπε να προξενεί ντροπή, όχι στα μέλη του, αλλά σε όλους τους άλλους.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Keywords
Τυχαία Θέματα