Η νέα έξαρση της κρίσης στο Ιράκ και οι προοπτικές εξόδου

Η έκρυθμη σημερινή κατάσταση:

Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθούμε με προσοχή την έκρυθμη κατάσταση στο Ιράκ. Οι αιματηρές διαδηλώσεις στην ιρακινή πρωτεύουσα και άλλες πόλεις της χώρας μετρούν ως τώρα άνω των 500 νεκρών και οδήγησαν σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Adil Abdul-Mahdi. Παρά την πτώση της κυβέρνησης, οι διαδηλωτές συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους, ενώ ο αριθμός των νεκρών μεγαλώνει.

Το κίνημα, το οποίο σε έναν βαθμό θυμίζει τις εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης, έχει δύο βασικά στοιχεία: αφενός την απαίτηση για τον τερματισμό της διαφθοράς και την βελτίωση της ποιότητας της ζωής αφετέρου δε τον επανεμφανιζόμενο ιρακινό εθνικισμό.

Ένα από τα κυριότερα αιτήματα των εξεγερμένων είναι ο τερματισμός της επιρροής του Ιράν στην χώρα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι διαδηλώσεις πραγματοποιούνται κυρίως στο κεντρικό και νότιο τμήμα του Ιράκ, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού πρεσβεύει το σιιτικό Ισλάμ. Επομένως, στις ευρείες λαϊκές μάζες που διαδηλώνουν υπερισχύει το εθνικό στοιχείο έναντι του θρησκευτικού.

Αυτή η κατάσταση αποτελεί μια εξαίρεση στη Μέση Ανατολή, όπου οι θρησκευτικοί - σεκταριστικοί διαχωρισμοί είναι ιδιαίτερα έντονοι (με εξαίρεση το κουρδικό ζήτημα) και σε πολλές περιπτώσεις οι αντιθέσεις που προέρχονται από τους διαχωρισμούς αυτούς οδηγούν και σε συρράξεις. Την κατάσταση έχει επιδεινώσει ο περιφερειακός ανταγωνισμός μεταξύ της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας και του σιιτικού Ιράν. Ο ανταγωνισμός αυτός δεν εκφράζεται με μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιπάλων αλλά με την υποστήριξη σουνιτικών και σιιτικών ομάδων, οργανώσεων ή κομμάτων αντιστοίχως στο Ιράκ, την Συρία, τον Λίβανο, την Υεμένη, καθώς και στο Μπαχρέιν.

Το παρελθόν του εθνικισμού στο Ιράκ

Ιστορικά, δεν είναι πρώτη φορά που αναδύεται ένα εθνικιστικό κίνημα στο Ιράκ. Το καθεστώς του Saddam Hussein είχε ως κυρίαρχη την μπααθική ιδεολογία, της οποίας κύριο συστατικό ήταν ο αραβικός εθνικισμός. Αρχικά, το εθνικιστικό συναίσθημα εμφανίστηκε με τους συνεχείς αραβοϊσραηλινούς πολέμους, στους οποίους το Ιράκ συμμετείχε ενεργά. Στην συνέχεια, τονώθηκε με την (επαν)εμφάνιση του κουρδικού ζητήματος και κορυφώθηκε με τον αιματηρό πόλεμο Ιράν – Ιράκ (1980 – 1988). Μάλιστα, ένας από τους στόχους του SaddamHussein ήταν και η προσάρτηση της ιρανικής επαρχίας του Khuzestan, η οποία κατοικείται ως επί το πλείστον από αραβόφωνο πληθυσμό.Τέλος, η εισβολή και προσάρτηση του Κουβέιτ το 1990, που οδήγησε στον Πόλεμο του Κόλπου, μπορεί να θεωρηθεί ως μια έκφανση του μπααθικού, ιρακινού εθνικισμού.

Μετά τον Πόλεμο στο Ιράκ (2003) η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, οι Κούρδοι αύξησαν την έκταση των εδαφών που ελέγχουν, η χώρα παραδόθηκε στο έλεος των τζιχαντιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ ασκούσαν ουσιαστικό έλεγχο στις κυβερνήσεις του Ιράκ. Με τα χρόνια η κατάσταση σταθεροποιήθηκε εν μέρει και, με την διεξαγωγή εκλογικών αναμετρήσεων, η εξουσία πέρασε στα χέρια των διάφορων σιιτικών κομμάτων, αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού (σχεδόν το 65%) είναι Σιίτες Μουσουλμάνοι.

Η επιρροή και η στρατηγική του Ιράν

Με την επικράτηση των Σιιτών, το Ιράν βρήκε την ευκαιρία να μεγαλώσει την επιρροή του στο Ιράκ.Για την Τεχεράνη το Ιράκ είναι φυσικά μείζονος στρατηγικής σημασίας καθώς αποτελεί το πέρασμα προς την Συρία, τον Λίβανο και εν τέλει την Μεσόγειο Θάλασσα και αποτελεί ζωτικό κομμάτι τού επιδιωκόμενου «σιιτικού τόξου» που θέλει να δημιουργήσει η Ισλαμική Δημοκρατία.

Η επιρροή του Ιράν επί του Ιράκ αυξήθηκε με την χρηματοδότηση και στήριξη των φιλικά προς αυτό προσκείμενων σιιτικών κομμάτων και οργανώσεων. Ωστόσο, η ιρανική επιρροή μεγιστοποιήθηκε με την εμφάνιση και στήριξη της «σιιτικής πολιτοφυλακής» - PopularMobilisationForces. Η συγκεκριμένη ένοπλη ομάδα ξεκίνησε, το 2014, ως μια φιλοϊρανική παραστρατιωτική ομάδα και στόχευε στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Στην πορεία η οργάνωση, με την βοήθεια του Ιράν και την εμπειρία της στο πεδίο των μαχών, έγινε η πιο αξιόμαχη στρατιωτική μονάδα εντός του ιρακινού εδάφους και ταυτόχρονα εντάχθηκε και στο πολιτικό σύστημα υπό την μορφή κόμματος, θυμίζοντας την περίπτωση της Hezbollah στον Λίβανο.

Η «σιιτική πολιτοφυλακή» συνεχίζει να υπάρχει έως σήμερα και παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στο Ιράκ. Αποτελεί πλέον κομμάτι των τακτικών Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας․ Η οργάνωση συνέβαλε καθοριστικά στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Το 2017, μετά το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία των Κούρδων, προχώρησε στην κατάληψη της πλούσιας σε πετρέλαιο περιοχής του Kirkuk. Σήμερα, κατηγορείται από πολλούς ότι ευθύνεται για τον θάνατο εκατοντάδων διαδηλωτών που αντιμάχονται την ιρανική επιρροή στην χώρα. Και αυτό διότι λειτουργεί παράτυπα και προβαίνει και σε παραστρατιωτικής φύσεως ενέργειες.

Ταυτόχρονα, ο τέως πρωθυπουργός Adil Abdul-Mahdi, αν και στην αρχή τον θεωρούσαν ουδέτερο στην διαμάχη μεταξύ Ιράν - ΗΠΑ (και συμμάχων τους), στην συνέχεια έδειχνε να προσεγγίζει περισσότερο το Ιράν.

Αυτή η έντονη επιρροή του Ιράν στο πολιτικό, πολιτισμικό (μέσω της θρησκείας) και κυρίως στο στρατιωτικό γίγνεσθαι του Ιράκ οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου ιρακινού εθνικιστικού κινήματος στο κράτος της Μεσοποταμίας. Αυτό το κίνημα αποτελείται, κυρίως από τους Σιίτες οι οποίοι εξάλλου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού και οι οποίοι βιώνουν συνθήκες φτώχειας, κοινωνικής ανισότητας, έλλειψης υποδομών κλπ, σε ένα κράτος με εκτεταμένη διαφθορά και μη αποτελεσματικούς θεσμούς.

Η αντίδραση στην ιρανική επιρροή

Στις γενικές βουλευτικές εκλογές του 2018 πρώτο αναδείχθηκε το κόμμα του σκληροπυρηνικού Σιίτη κληρικού Muqtada al-Sadr ο οποίος προεκλογικά εξέφραζε μια έντονα αντι-ιρανική ρητορική και εκινείτο σε ένα πατριωτικό – εθνικιστικό πνεύμα, μιλώντας για ουσιαστική εθνική και πολιτική ανεξαρτησία. Μετά τις εκλογές ξέσπασαν κατά καιρούς διαδηλώσεις οι οποίες συχνά κατέληγαν σε επιθέσεις κατά του Προξενείου του Ιράν στην Βασόρα, ή κατά γραφείων οργανώσεων και κομμάτων που έχουν φιλοϊρανικές τάσεις. Τα συνθήματα συνοδεύονταν με το κάψιμο φωτογραφιών του Ruhollah Khomeini, ηγέτη της ιρανικής επανάστασης.

Οι πρόσφατες διαδηλώσεις όμως είναι αυτές με την μεγαλύτερη αιματοχυσία, την μαζικότερη συμμετοχή και την μακρύτερη διάρκεια. Περισσότεροι από 500 άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών. Οι διαδηλωτές απαιτούν ανεξαρτησία, ήτοι τερματισμό της επιρροής του Ιράν στην χώρα και μια καλύτερη ζωή. Το αίτημα αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί από την στιγμή που η μεν «σιιτική πολιτοφυλακή» είναι πολύ ισχυρή στρατιωτικά και το δε Ιράν επενδύει στρατηγικά στην ένταξη του Ιράκ εντός της σφαίρας επιρροής του.

Ένα άδηλο μέλλον

Το Ιράκ βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών διαδηλωτών δημιουργεί τον κίνδυνο μιας ανάφλεξης υπό την μορφή μιας μαζικής ένοπλης εξέγερσης. Άρα ελλοχεύει έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο. Ταυτόχρονα, υπάρχει ο κίνδυνος της επανεμφάνισης του Ισλαμικού Κράτους στα βορειοδυτικά της χώρας, ενώ υφίσταται το ενδεχόμενο μιας νέας κουρδικής επέκτασης στον βορρά σε περίπτωση που η κατάσταση οδηγηθεί προς μια γενικευμένη σύγκρουση. Όλος αυτός ο κίνδυνος ίσως συμβάλλει και στην έμμεση ή άμεση παρέμβαση των ΗΠΑ ή/και της Σαουδικής Αραβίας στο Ιράκ, με κύριο σκοπό την αποτροπή του πλήρους ελέγχου της χώρας από το Ιράν.

Όποιες και αν είναι οι πολιτικές εξελίξεις, δύσκολα θα μειωθεί η επιρροή του Ιράν στην χώρα από την στιγμή που η «σιιτική πολιτοφυλακή» εξυπηρετεί τα συμφέροντά του. Η τωρινή κρίση, ωστόσο, μπορεί κατά την γνώμη μου να τελειώσει με τους εξής τρόπους: Πρώτον, οι πολιτικοί πρέπει να παραδώσουν την εξουσία σε μια κυβέρνηση τεχνοκρατών η οποία θα προχωρήσει σε αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς του κράτους, με σκοπό την ορθή διάκριση των εξουσιών και την φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Στην συνέχεια, μπορεί να προκηρυχθούν και εκλογές. Σε κάθε περίπτωση ο νέος πρωθυπουργός θα πρέπει να υιοθετήσει στρατηγική ουδετερότητα και να μην υποστηρίξει έμπρακτα ούτε το Ιράν ούτε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Τέλος, το Ιράκ πρέπει να απευθυνθεί σε Διεθνείς Οργανισμούς με στόχο την αντιμετώπιση μιας πλειάδας ζητημάτων, όπως η έλλειψη επενδύσεων και να διευκολύνει την έλευση επενδυτών από την Δύση, την Κίνα, τις χώρες του Κόλπου, ακόμα και του Ιράν, για την βελτίωση των υποδομών και εν γένει της οικονομίας του.

Keywords
Τυχαία Θέματα