Τι σηματοδοτεί η απόφαση βόμβα για μονιμοποίηση των συμβασιούχων

Ανοίγει το δρόμο για την μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα η πλέον πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί προδικαστικών ερωτημάτων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου.

Ειδικότερα ορίζει ότι εφόσον οι συμβασιούχοι καλύπτουν πάγιες διαρκείς και σταθερές ανάγκες θα πρέπει η σύμβαση τους να είναι σύμβαση αορίστου χρόνου.

Η απόφαση αυτή αναμένεται να αποτελέσει οδηγό για πολλά δικαστήρια από εδώ και πέρα καθώς όπως

μας εξηγεί ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος τα εθνικά δικαστήρια θα ανταποκριθούν στην παραπάνω απόφαση, με στόχο την εφαρμογή της Οδηγίας και την αποτροπή καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες αποκλείουν τους συμβαλλόμενους εργαζομένους από θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα.

Όπως μας αναλύει ο κ. Καρούζος η απόφαση του ευρωδικαστηρίου δίνει απάντηση σε ένα χρόνιο νομικό ζήτημα αναφορικά με το αν η παράταση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο τομέα, η οποία συντελείται μάλιστα με νομοθετική απόφαση, τις περισσότερες φορές, αποτελεί νέα σύμβαση ορισμένου χρόνου, ανταποκρινόμενη στον όρο «διαδοχικές συμβάσεις».

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αυτοδίκαιη παράταση δια της νομοθετικής οδού μπορεί να εξομοιωθεί με ανανέωση και ως εκ τούτου με σύναψη χωριστής σύμβασης ορισμένου χρόνου, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαδοχικές συμβάσεις.

Περαιτέρω, δέχθηκε τα κάτωθι, σχετικά με το δεύτερο προδικαστικό ζήτημα το οποίο άπτεται επί του εξής φλέγοντος ζητήματος: η συνεχής ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και η μη αναγνώρισης τους ως μίας ενιαίας σύμβασης αορίστου χρόνου, αντιβαίνει στη συμφωνία πλαίσιο και στην κοινοτική οδηγία 1999/70;

Όπως εξηγεί ο κ. Καρούζος το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στα εθνικά ελληνικά δικαστήρια να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική αυτή εφαρμογή και χρήση με στόχο να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παράβασης του Δικαίου της Ένωσης.

Ζήτημα είναι πως τα εθνικά δικαστήρια θα ανταποκριθούν στην παραπάνω απόφαση, με στόχο την προσήκουσα εφαρμογή της Οδηγίας και την αποτροπή καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες αποκλείουν τους συμβαλλόμενους εργαζομένους από θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα.

Τέλος, όπως μας διευκρινίζει ο κ. Καρούζος πρέπει να αναδειχθεί ότι ο εργαζόμενος, ιδιαίτερα στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατά την κατάρτιση της σύμβασής του δεν έχει διαπραγματευτική ισότητα.

Αποτέλεσμα είναι να μη μπορεί να προασπίσει αποτελεσματικά το συμφέρον του κατά την κατάρτιση της σύμβασης, το οποίο συμφέρον του συνίσταται και στην κατάληψη μιας θέσης εργασίας αλλά και στη διατήρηση αυτής της θέσης.

Το γεγονός και μόνο ότι αποδέχεται την πρόταση του εργοδότη-δημοσίου ή δημόσιου τομέα για σύναψη συμβάσεως περιορισμένης χρονικής διάρκειας και για κάλυψη αναγκών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δε σημαίνει ότι και αυτή είναι η επιθυμία του, αφού σε περίπτωση που εκφράσει την ελευθερία της διαφωνίας του, η δεύτερη ελευθερία που του απομένει είναι να παραμείνει ένας αξιοπρεπής άνεργος.

Ανεξάρτητα πάντως από το συμβατικό ή νομοθετικό χαρακτηρισμό που δίνεται στη σύμβαση από τα μέρη – και μάλιστα από το μέρος που έχει την ισχύ να επιβάλλει τους όρους της σύμβασης, όταν με τη σύμβαση καλύπτονται πάγιες διαρκείς και σταθερές ανάγκες, τότε, σύμφωνα με διατάξεις του εθνικού δικαίου σε συνδυασμό με την Κοινοτική Οδηγία 99/70/ΕΚ, η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου (για περισσότερα βλ Κιοσσέ- Παυλίδου, Οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ευρύτερο Δημόσιο τομέα, παρ. 396).

Keywords
Αναζητήσεις
Τυχαία Θέματα