Ήρωας, ετών 14

Για την εμπλοκή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν δαπανηθεί αμέτρητες ποσότητες μελάνης. Ιστορικοί συγκρούονται στην αρένα της αναζητήσεως της μίας και μόνης αλήθειας, κυρίως επί ειδικοτέρων θεμάτων της εποχής εκείνης, ζητήματα που συνειδητώς αφήνω στην πένα των επαϊόντων.

Γράφει ο Ιωάννης Δ. Βούρος

Ένα είναι βέβαιο και δεν επιδέχεται της παραμικρής παρερμηνείας ή αμφισβητήσεως. Ότι οι Έλληνες επέδειξαν ηρωική και ανδρεία στάση τόσο κατά των Ιταλών όσο και κατά του Γερμανού κατακτητή. Η τόλμη, η γενναιότητα και η αυτοθυσία των Ελλήνων για την επιδίωξη του υπερτάτου αγαθού

της ελευθερίας μνημονεύτηκαν άλλωστε και από τον ίδιο τον Βρετανό Πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε συνέντευξή του στο BBC, όπου εκστόμισε το περιβόητο ρητό «Μέχρι τούδε συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες. Τώρα πρέπει να πούμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Εξαιτίας του ελλείματος ιστορικής κουλτούρας και της ανάγκης εκλαϊκεύσεως της ιστορίας, επικράτησε την 28η Οκτωβρίου να εορτάζουμε το περιβόητο «Όχι» του Ιωάννου Μεταξά απέναντι στους Ιταλούς. Στην πραγματικότητα το «Όχι» είναι μία δημοσιογραφική έμπνευση της τότε πρωινής εφημερίδος «Ελληνικόν Μέλλον» και δη του φύλλου της 30ης Οκτωβρίου 1940. Βεβαίως, ο εορτασμός του «ΟΧΙ» δεν είναι λανθασμένος, αν σκεφτεί κανείς ότι κατ’ ουσίαν πρεσβεύει την σθεναρά άρνηση και αντίσταση του ελληνικού έθνους και λαού απέναντι στις δυνάμεις του άξονος.

Στις 03:00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός Πρεσβευτής, Εμμανουέλε Γκράτσι, παραδίδει στην οικία Μεταξά τελεσίγραφο, με το οποίο οι Ιταλοί ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την κατάληψη μερικών στρατηγικών σημείων της Ελλάδος και την ελεύθερη πρόσβαση και διακίνηση των ιταλικών στρατευμάτων στην ελληνική επικράτεια. Ο Ιωάννης Μεταξάς, σε άπταιστα γαλλικά – γλώσσα της διπλωματίας, απήντησε «Alors, c’est la guerre!» («Λοιπόν, αυτό είναι πόλεμος!»).

Τα ανωτέρω και το έπος των Ελλήνων πολεμιστών απέναντι στους Ιταλούς φασίστες είναι εν πολλοίς γνωστά. Αντιθέτως, υπάρχουν ξεχασμένες ή ίσως και «θαμμένες» προσωπικές ιστορίες του Ελληνισμού της εποχής εκείνης που οπωσδήποτε αξίζουν αναδείξεως και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μία τέτοια ιστορία είναι και αυτή του 14χρονου τότε Ανδρέα Λυκουρίνου, ενός αφανούς ήρωα που θυσιάστηκε υπέρ της πατρίδος και στον οποίο είναι αφιερωμένο το παρόν κείμενο.

Ο Ανδρέας Λυκουρίνος γεννιέται το 1930. Η περίοδος της κατοχής τον βρίσκει στις τάξεις του σχολείου. Άριστος μαθητής. Παράλληλα με τη φοίτησή του, αγοράζει και πουλά παλαιά ενδύματα και υποδήματα για να βοηθήσει οικονομικώς την οικογένειά του, η οποία στηρίζει την επιβίωσή της στην εργασία του πατρός του ως μαραγκού. Η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας αντικαθίσταται βιαίως από τη βαναυσότητα και τη σκληρότητα της κατοχής.

Στην επιθετική φάση του αγώνα και της αντιστάσεως για την απόταξη του γερμανικού ζυγού, όταν το έθνος αναζητά «αρχηγούς» από κάθε ηλικία και από κάθε γειτονιά, ο 14χρονος μαθητής βρίσκεται τοποθετημένος μόνος του στο ηγετικό πόστο της νεολαίας Μακρυγιάννη. Το αντάρτικο γυρεύει όπλα και πολεμοφόδια. Ο Λυκουρίνος, τότε, αποφασίζει να παίρνει τα όπλα και άλλο πολεμικό υλικό από τους τσολιάδες στην Αθήνα και τους άλλους συνεργάτες των Ναζί. Όπλα, χειροβομβίδες, σφαίρες, ακόμη και στολές κλέβει σε κάθε ευκαιρία το ασύγκριτο αυτό Ελληνόπουλο, τα οποία παραδίδει στην ΕΠΟΝ, στις τάξεις της οποίας έχει ενταχθεί ανήκοντας στον λόχο του ΕΛΑΣ της Καλλιθέας Αττικής. Τα όπλα προωθούνται στις αντάρτικες ομάδες ανά την Ελλάδα που αντιστέκονται και χρειάζονται ανεφοδιασμό.

Στη μάχη του Μακρυγιάννη με τους τσολιάδες, το 1943, που κράτησε τέσσερις ώρες, πήρε μέρος και ο Λυκουρίνος. Επί δύο έτη συνέχιζε τις ληστρικές επιδρομές κατά των Γερμανών κατακτητών ο μικρός μαθητής αποτελώντας παράδειγμα και πηγή εμπνεύσεως και άλλων συμμαθητών του και νεαρών εκείνης της εποχής. Έγινε ζωντανός θρύλος το «μωρό» που αφόπλιζε στρατιώτες υπό την απειλή ενός ψεύτικου πήλινου όπλου και τους έστελνε με τα εσώρουχα πίσω στις μονάδες τους. Ωστόσο, έξι χαφιέδες των ελληνικών Ες Ες μπλοκάρουν το σπίτι του στο Κουκάκι, επί της οδού Γαληνού 41. Αναζητούν, εκτός από τον Λυκουρίνο, και το πιστόλι που είχε κλέψει το προηγούμενο βράδυ από κάποιον δικό τους, αλλά δε βρίσκουν τίποτα. Το πιστόλι θα έχει ήδη φτάσει στα χέρια της Αντιστάσεως. Βρίσκουν μόνον ένα παιδάκι αδύνατο και ισχνό από τις κακουχίες να κοιμάται ξέγνοιαστα στο γιατάκι του και πλάι στην καρέκλα είχε εναποθέσει το κοντό του παντελονάκι και τα σχολικά του βιβλία. Κάτω βρίσκονταν και τα λιωμένα πεδιλάκια του, νούμερο 32.

– Αυτός είναι;, ρωτούν τον πατέρα.

Σιωπή. Ο μικρός ξυπνά.

– Εσύ είσαι; ρωτούν επιτακτικά τον νεαρό.

– Ποιος; Απαντά με απορία ο μαθητής.

– Ο τρομοκράτης.

– Όχι, είμαι μαθητής. Πάω στη δεύτερη γυμνασίου στο 6ο Γυμνάσιο, απαντά απαθέστατα.

Οι Γερμανοί κατακτητές δεν πείθονται. Τον συλλαμβάνουν ασκώντας του βία. Βία που δεν μπορούσε να αντέξει μια παιδική σάρκα. Τον οδηγούν στην οδό Παπαρηγοπούλου 7. Στα κεντρικά των ελληνικών Ες Ες. Τον ανακρίνουν άγρια και απάνθρωπα για να αποσπάσουν τις πολυπόθητες πληροφορίες για το που βρίσκονταν κρυμμένα τα όπλα, ο εξοπλισμός και οι λίρες που έκλεβε. Ο Ανδρέας Λυκουρίνος παραμένει αλύγιστος. Τον παραδίδουν αυθημερόν στην Ειδική Ασφάλεια και μετά από τέσσερις ημέρες στα γραφεία των γερμανικών Ες Ες της οδού Μέρλιν.

Παρά τα βασανιστήρια, τα χτυπήματα, την εξαθλίωση δεν κάμπτεται και δεν υποκύπτει. Ο Ανδρέας Λυκουρίνος, ο ανδρειωμένος και υπερήφανος αυτός Έλλην έμεινε ως το τέλος αλύγιστος. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 τον οδηγούν στο εκτελεστικό. Στο δρόμο, μέσα από τα φορτηγά που μετέφεραν μελλοθάνατους, καταφέρνει και πετά ένα σημείωμα – μήνυμα για την οικογένεια του που έγραφε «Μπαμπά, με πάνε για εκτέλεση μαζί με τους (αναφέρει ονόματα). Μη στενοχωριέστε. Ανδρέας». Εκτελείται στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, μαζί με την Ηρώ Κωνσταντοπούλου και άλλους 48 αγωνιστές που κρατούνταν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.

Στη μνήμη του Ήρωα Ανδρέα Λυκουρίνου και των λοιπών επωνύμων και αφανών υπέρ Πίστεως και Πατρίδος πεσσόντων Ελλήνων έχουμε ηθική υποχρέωση να διαφυλάξουμε στο διηνεκές και στο ακέραιο την εθνική μας ταυτότητα και συνείδηση. Το μέλλον της Ελλάδος μπορεί να είναι μόνον ευοίωνο, εάν πορεύεται χωρίς να ξεχνά, χωρίς να λησμονεί την ένδοξη ιστορία της και εάν φροντίζει οι επόμενες γενεές να γαλουχούνται με τις αξίες και τις ιδέες του πατριωτισμού και της δημοκρατίας.

*Ο Ιωάννης Δ. Βούρος είναι Νομικός – Συγγραφέας

Keywords
Τυχαία Θέματα