Νίκος Μ. Δημητρόπουλος: «Ο οφειλέτης»

Το χειρότερο δεν είναι

που μ’ έκλεισαν σ’ αυτή τη φυλακή

και πήραν τα κλειδιά κι έφυγαν,

μα που δεν ξέρω ως πού φτάνει η φυλακή μου,

που δεν ξέρω το περίγραμμά της,

για να κάνω επιτέλους

σαν άνθρωπος κι εγώ

μιαν απόπειρα αποδράσεως.
Κώστας Μόντης – «Η Φυλακή»

Στο επιτακτικό ερώτημα που εκκρεμεί την τελευταία δεκαετία της ελληνικής και παγκόσμιας οικονομικής κρίσης γύρω από το αν, πόσο και πώς την αφουγκράζεται, την ερμηνεύει και τη «μεταποιεί» η λογοτεχνία μας, οι λογοτέχνες απαντούν με ένα εκτεταμένο και ενδιαφέρον corpus από έργα

της Κρίσης, για την Κρίση, προ της Κρίσης και μετά την Κρίση. Αποφεύγοντας την παρακινδυνευμένη γενίκευση ότι ολόκληρο το σώμα της προγενέστερης αλλά και χρονικά παράλληλης με αυτήν νεοελληνικής γραμματείας την προοικονομεί ή την απηχεί,[1] θα παρατηρήσουμε ωστόσο ότι κανένα καλλιτεχνικό προϊόν, από το μυθιστόρημα μέχρι τις συνταγές μαγειρικής, δεν μπορεί να την αγνοήσει.

Κείμενα όπως Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημ. Χατζή (1963), Βιοτεχνία υαλικών του Μ. Κουμανταρέα (1975), Πεθαίνω σαν χώρα του Δ. Δημητριάδη (1978), Φανταστική περιπέτεια του Αλ. Κοτζιά (1986), Εις τον πάτο της εικόνας της Μ. Δούκα (1990)[2] θεωρήθηκε ότι την προοιωνίζονταν. Δεν θα αρνηθούμε το ένστικτο και τη διορατικότητα του λογοτέχνη, καθώς και την οξυδέρκειά του να δει τη μεγάλη εικόνα και να διαισθανθεί τι κρύβεται στις παρυφές της, ωστόσο, το να συντονίζεται εντός της συγχρονίας του με τον σφυγμό της διαχρονίας, με τη βαθύτερη ανθρώπινη ουσία και τη μηχανική ροπή της στην ευκολία του ατομικισμού εις βάρος της συλλογικότητας, στη λογική του «μεγάλου ψαριού» που τρώει το μικρότερο, εκτός κι αν μια φάρσα της μοίρας αντιστρέψει τους ρόλους, αποτελεί περισσότερο συγγραφική ευαισθησία παρά προφητικό χάρισμα.

Από την άλλη μεριά, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, και παράλληλα με τους πολυάριθμους συγγραφείς και τίτλους που προέκριναν τη λίγο ως πολύ ρεαλιστική αφήγησή της,[3] κάποιοι επέλεξαν, συνειδητά σ’ αυτή την περίπτωση, να ρίξουν μια λοξή ματιά στο μέλλον· όχι ως Κασσάνδρες που διαβλέπουν επερχόμενες δυστοπίες, αλλά αναγνωρίζοντας δυστοπικά στοιχεία στο παρόν και προβάλλοντάς τα μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη στο μέλλον. Αναφέρω ενδεικτικά το Κι αν δεν ξημερώσει; της Μαρίας Κουγιουμτζή, την Άγρια Ακρόπολη του Νίκου Μάντη και τον Τέταρτο κόσμο του Γιάννη Γρηγοράκη: και τα τρία γραμμένα το 2013, τοποθετούν τη δράση κάπου στο μακρινό (ή κοντινό) μέλλον, όπου μια Νέα Τάξη κυριαρχεί και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που έχουν επικρατήσει εδραιώνουν την ισχύ τους στον φόβο και στον διχασμό.

Σε αυτή την άβολη, επισφαλή περιοχή της δυστοπίας κινείται και ο ανά χείρας Οφειλέτης του Νίκου Δημητρόπουλου, παρουσιάζοντας ωστόσο ουσιώδεις διαφοροποιήσεις από τη θεματική και δομική νόρμα του είδους. Με εμφανείς επιρροές από τη Δίκη και τον Πύργο του Κάφκα, χωροθετεί τη δυστοπία στο υπαρξιακό μεδούλι του ήρωα, που ως το τέλος παραμένει ανώνυμος και ονοματίζεται από την ιδιότητα που τον καθορίζει, οφειλέτης, και στη συνεχή διαπάλη του με έναν ασφυκτικό κλοιό εξουσιαστικών δομών και προσώπων που τον περισφίγγουν. Ο οφειλέτης χρωστά χρήματα σε ένα απροσδιόριστο πλήθος δανειστών –στην πρώην σύζυγό του, σε γνωστούς, στη σπιτονοικοκυρά του, στην Τράπεζα, στο Δημόσιο Ταμείο– και, κυρίως, απροσδιόριστα ποσά και για απροσδιόριστο χρόνο και λόγο.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα κείμενα του είδους, δεν υπάρχει κανένα συλλογικό διακύβευμα, δεν υποφώσκει κανένα αίτημα για κοινωνική μεταρρύθμιση, δεν υφίσταται καν η απελπισμένη κραυγή του «τελευταίου ανθρώπου», όπως την άρθρωσε ο Ιονέσκο στον Ρινόκερο. Υπάρχει μόνο το έμφοβο και κατάπληκτο εγώ του κεντρικού ήρωα-αντιήρωα, που αδυνατεί να συλλάβει τι του συμβαίνει και, σαν μέσα σε ένα παρατεταμένο hang-over, να θυμηθεί τι έχει προηγηθεί και ποια λογική ή ά-λογη αιτιότητα τον οδήγησε στη «μέρα μηδέν» που εισάγει το μυθιστόρημα, όπου το παρελθόν είναι νεκρό, το μέλλον άδηλο, όπως υπέροχα το είπε ο Όργουελ.[4] Θα μπορούσε να συγγενεύει με τον Ξένο του Καμί, που κινείται μηχανικά σε έναν αδιάφορο κόσμο, χωρίς να ξέρει ή να θυμάται γιατί, αν δεν τον διαφοροποιούσε ένα ισχυρό, ζωικό ένστικτο επιβίωσης, απολύτως εξατομικευμένο: «Θέλω-να-μάθω-τι-οφείλω-θέλω-να-ξέρω-γιατί». Από αυτή τη στοιχειώδη ανάγκη για τη συναρμογή του Χάους και τη λογική αποκατάσταση του βίου του ξεκινά η δαιδαλώδης του πορεία, με αλλεπάλληλες διολισθήσεις στο παράλογο, χωρίς ωστόσο να κατακρημνίζεται σε αυτό· ο «οφειλέτης» διατηρεί μία υποτυπώδη διαύγεια, που υποστηρίζει ως νοηματικός άξονας την ιστορία: παραμένει ως το τέλος ένα έλλογο ον μέσα σε έναν ά-λογο κόσμο, και ακριβώς αυτή η επίγνωση τον καθιστά τραγικό.

{jb_quote}Ο Δημητρόπουλος έγραψε μια πολιτικοκοινωνική αλληγορία, που πατά γερά στο υπέδαφος της πραγματικότητας και συστάθηκε από τα δομικά της υλικά.{/jb_quote}

Οι διαδρομές του παλινδρομούν σπασμωδικά ανάμεσα στη φυγόκεντρο και κεντρομόλο κίνηση των δύο εμβληματικών, καφκικών αντιηρώων, του Γιόζεφ Κ. και του Κ. αντίστοιχα. Άλλοτε, όπως ο πρώτος, προσπαθεί να ξεφύγει από την αόρατη κι όμως αισθητή εξουσία ενός απόντος Κράτους και μιας εφιαλτικά αυθαίρετης και πανίσχυρης Τράπεζας, άλλοτε πασχίζει μάταια να προσπελάσει ακριβώς αυτόν τον αυταρχικό μηχανισμό, προκειμένου να τον κατανοήσει και να «τακτοποιήσει» τη χαώδη σχέση του με αυτόν. Κάθε απόπειρα παραμένει όμως ατελέσφορη, δεν μπορεί ούτε να αποδράσει από τον κλοιό, ούτε να τον κατανοήσει και να τον οριοθετήσει. Η διά βίου δουλεία μοιάζει μονόδρομος, η έκνομη βία ρίσκο, η ελευθερία του θανάτου λύτρωση.

Ο «οφειλέτης» ακροβατεί στα όρια μεταξύ τραγικού και παράλογου ανθρώπου και μοιράζεται μαζί τους τον εν πολλοίς κοινό κλήρο της αυτοκαταστροφής. Είναι παράλογος, διότι αγνοεί το γιατί της κατάστασής του, ενώ κάθε κίνησή του προς ενδεχόμενη διέξοδο από ένα ακατανόητο σύστημα μοιάζει με την κίνηση του χάμστερ μέσα στον τροχό του. Ο κόσμος του στερείται σκοπού, συνοχής, αξιών και Λόγου. Επειδή όμως ως πρόσωπο διατηρεί κάποια ψήγματα ορθού λόγου και μία επιτακτική βούληση αυτοσυντήρησης, κάθε στιγμή επίγνωσης, κάθε εσφαλμένη κίνηση ή εκτίμηση, κάθε μοιραία παρεμβολή του τυχαίου στην προσπάθεια να εκτρέψει τη ροή των πραγμάτων τον καθιστά τραγικό.

Ταυτόχρονα, μας είναι απολύτως οικείος, ο κόσμος του απέχει ελάχιστα από αυτό που έζησε και ζει ο δικός μας «πραγματικός» κόσμος. Ο Δημητρόπουλος έγραψε μια πολιτικοκοινωνική αλληγορία, που πατά γερά στο υπέδαφος της πραγματικότητας και συστάθηκε από τα δομικά της υλικά. Ο χρόνος είναι ασαφής, πόλη, τοπόσημα και βασικά πρόσωπα δεν ονοματίζονται, όλα όμως δείχνουν την Αθήνα γύρω από το 2010: τα αιματηρά γεγονότα του 2008, την «πλατεία», τους αγανακτισμένους, την ψευδαίσθηση μιας εν τη γενέσει ματαιωμένης και θλιβερής εξέγερσης. Εξίσου και οι έξοχα φιλοτεχνημένες και χωρίς ίχνος γραφικότητας εικόνες παραπέμπουν στην πόλη μας. Αντιγράφω:

…Οι μεγάλοι δρόμοι κι οι λεωφόροι […] απέπνεαν μια ξεφτισμένη αίγλη. Ήταν σημαιοστολισμένοι και κατάφωτοι, διάσπαρτοι από αφρόντιστα μνημεία και ρυπαρά νεοκλασικά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή η πόλη ήταν να κουλουριάζεται στο ένδοξο παρελθόν της σαν χορτάτο σκουλήκι… (σελ. 180)

Οι τόσο οικείες μας εικόνες μιας δυστοπικής πόλης και το εύστοχα στημένο σκηνικό της ασχήμιας και της επισφάλειας διανθίζεται από εμβόλιμες ποιητικές εικόνες μιας αντίστοιχα γνώριμης ομορφιάς: …Καθεμιά τρύπα αντιστοιχούσε και σ’ ένα άστρο. Υπήρχε άπλετο φως πίσω από το σκοτάδι (σελ. 167). Δεν έχει πεθάνει η ομορφιά, είναι απλώς σπάνια και δυσδιάκριτη. Και η μνήμη μπορεί ακόμα να μας συνδέσει μαζί της, αφού, όσο κι αν μας προδίδει, παραμένει ο ύστατος αρμός μιας κατακερματισμένης ύπαρξης: …Η θύμησή του επέστρεψε πάλι στα νεανικά του χρόνια κι αμέσως ένιωσε το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του να γίνεται πιο σταθερό (σσ. 183-184).

Η εικονοποιία του συγγραφέα συχνότατα υπερβαίνει τον ρεαλισμό, προσφέροντάς μας σουρεαλιστικά τοπία εκρηκτικής έντασης. Σε αυτά έχει ενδιαφέρον η σταθερή παρουσία ζώων: περιστέρια μπαινοβγαίνουν στη μισοερειπωμένη Εφορία, παπαγάλοι, χρυσόψαρα και ενυδρίδες συνυπάρχουν με τους υπαλλήλους της Τράπεζας, ένα κοράκι επιτίθεται σε έναν Κλητήρα. Εκτός από το να επιτείνουν τον γενικευμένο παραλογισμό, λειτουργούν και ως υπόμνηση –ίσως και απειλή– της ζωικής ορμής που ελλοχεύει και ξεπηδάει από τις ρωγμές ενός τοπίου νεκρού. Οι δυνατές αυτές σκηνές ακροβατούν μεταξύ παρωδίας και εφιάλτη. Ειδικά η Τράπεζα, με το πολύβουο «κέλυφος» και το σιωπηλό, δαιδαλώδες εσωτερικό, συμβολοποιεί καίρια το απάνθρωπο όσο και α-νοϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα που πυροδότησε την Κρίση.

Τέλος, θα επισημάνω τις αξιοσημείωτες διακειμενικές αναφορές και τον διάλογο που ανοίγει το κείμενο με την ποπ κουλτούρα. Το «χρέος» που καλείται να πληρώσει ο οφειλέτης παραπέμπει, κατά δήλωση του συγγραφέα,[5] στο προπατορικό αμάρτημα, στο αρχετυπικό, ενοχικό βάρος που φέρει κάθε άνθρωπος με τη γέννησή του και που στην εποχή της χρηματοοικονομικής παντοκρατορίας μεταφράζεται σε χρήμα. Αλλά και το ατυχές ριφιφί στην Τράπεζα, διασχίζοντας τους δαιδαλώδεις υπονόμους της έχει κάτι από βιβλική κατάβαση στον Άδη. Ολόκληρη η συγκλονιστική σεκάνς της ληστείας και της περιπλάνησης μέσα στους οχετούς φέρει μία κινηματογραφική αισθητική, κάτι από το Φάντασμα της Όπερας, τον Τρίτο άνθρωπο ή το It και μαζί το λογοτεχνικό κύρος και την εικονοπλαστική δύναμη αντίστοιχων σκηνών από το Germinal του Ζολά, ή τους Άθλιους του Ουγκό. Όσον αφορά τη μορφή, το κείμενο είναι ένας ενδιαφέρων συνδυασμός λυρισμού και σκληρότητας, με μια γλώσσα ουδέτερη, απρόσωπη κι όμως εμπόλεμη, απειλητική, που περιγράφει με ακρίβεια και ενάργεια αλλά και συγκαλύπτει, έμφορτη σημειολογικών αιχμών και αποχρώσεων.

Αντί επιμυθίου, ας μου επιτραπεί να παραθέσω ακόμα μια φράση από το οργουελικό 1984: «Καταλαβαίνω το πώς, αλλά δεν καταλαβαίνω το γιατί»,[6] προσθέτοντας ότι ο «οφειλέτης» πριν από το τελικό plot-twist που δεν θα αποκαλύψω –αλλά ίσως και μετά από αυτό– δεν καταλαβαίνει ούτε το πώς ούτε το γιατί…

[Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος.]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. και Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης Η νεοελληνική πεζογραφία μπροστά στην Κρίση (τώρα και άλλοτε). Περ. Διαβάζω, αρ. 526, Φεβρ. 2012, σσ. 88-91
[2] Ενδεικτική αναφορά, βλ. και Καλοσπύρου, Λευτέρης Τα πρόσωπα της νεοελληνικής παρακμής, ό.π. σσ. 80-87
[3] Για περισσότερα, βλ. Βαγγ. Χατζηβασιλείου, Ελένης Παπαργυρίου, Αριστοτέλη Σαΐνη Πεζογραφία της Κρίσης ή κρίσιμη πεζογραφία; (2010-2020). Αφιέρωμα στην Εφημερίδα των Συντακτών, 9/2/2020
[4] Στο 1984, Μέρος 1ο, Κεφ. 2ο: Thepastwasdead, thefuturewasunimaginable.
[5] Συνέντευξη στον ιστότοπο All4fun, 8/6/2022
[6] Στο 1984, Μέρος 1ο, Κεφ. 7ο.

Ο οφειλέτης
Νίκος Μ. Δημητρόπουλος
επιμέλεια: Δημήτρης Λυμπερόπουλος
Εκδόσεις ΚΨΜ
σ. 228
ISBN: 978-618-5156-98-5
Τιμή: 16,43€

Keywords
Ακρόπολη, δραση, νέα, ισχύ, δυστοπία, τραπεζες, υφίσταται, διαυγεια, ψήγματα, αθηνα, σελ, φως, μνήμη, ποπ, χρεος, κψμ, κινηση στους δρομους, αγανακτισμενοι πολιτες, Καλή Χρονιά, οφειλετες δημοσιου, τελος του κοσμου, οξυδερκεια, μνήμη, δουλεια, εικονες, εφορια, ιχνος, ομορφια, συνταγες μαγειρικης, φως, αιγλη, αισθητικη, ανθρωπος, αξονας, αφηγηση, γεγονοτα, γινεται, γλωσσα, δυναμη, δημοσιο, δηλωση, δικη, δομικη, εδαφος, ειπε, υπαρχει, εκτιμηση, ελευθερια, εργα, ενστικτο, εποχη, εφημεριδα, ζωων, υφίσταται, εικονα, ιονεσκο, καφκα, εκδοσεις, κειμενο, κινηση, λογοτεχνια, λυτρωση, λογο, ματια, μνημεια, μορφη, μυθιστορημα, νορμα, ορια, οργουελ, ουσια, οφείλω, ροη, ποπ, ρισκο, ριφιφι, ροπη, ρωγμες, συζυγο, σκηνες, σωμα, τιμη, τοπια, τρια, φυλακη, ισχύ, φτανει, χαμστερ, χατζηβασιλειου, χρημα, χρονος, χρονικα, ψήγματα, δημητρης, χωρα, κειμενα, κωστας, μοιαζει, μπροστα, ουγκο, ποδια, τραπεζα, τρωει, twist, υλικα
Τυχαία Θέματα