Οι αιτίες της «βαριάς πνευμονίας» των ευρωπαϊκών τραπεζών

Χαμηλή κερδοφορία, περιβάλλον μηδενικών επιτοκίων και υπερβολικός όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων ορισμένα μόνο από τα μεγάλα προβλήματα των ευρωπαϊκών τραπεζών

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δυσκολεύονται να βγάλουν χρήματα. Οι 12 μεγαλύτεροι όμιλοι της Ευρώπης είχαν κέρδη 18 σεντς (του δολαρίου) για κάθε asset αξίας 100 δολαρίων το 2015, ενώ οι έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες είχαν αντίστοιχα κέρδη 92 σεντς (του δολαρίου).

Τρεις

ευρωπαϊκοί γίγαντες του τραπεζικού κλάδου – Credit Suisse, Deutsche Bank και Royal Bank of Scotland – ανακοίνωσαν αρκετά δισ. δολάρια σε ζημίες το 2015. Η RBS ακολουθεί ζημιογόνα πορεία για κάθε έτος από το 2008 έως και σήμερα.

Αυτό έχει θέσει σε συναγερμό τις αγορές. Οι μετοχές ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν υποχωρήσει 18% από την αρχή του έτους έως την 1η Μαρτίου, ενώ ο δείκτης Stoxx Europe 600 στο ίδιο διάστημα έχει εμφανίσει απώλειες 7,4%.

Ακόμη πιο απογοητευτικό είναι το κόστος των CDS, δηλαδή των τοποθετήσεων που προστατεύουν έναν επενδυτή εάν μία τράπεζα πτωχεύσει. Η αξία της ασφάλισης για τα senio ομόλογα της Deutsche Bank, για παράδειγμα, έχει διπλασιαστεί φέτος.

Αυτό δημιουργεί ορισμένα ερωτηματικά: Είναι η πτώση στις μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών απλά το ξύπνημα των επενδυτών στην σκληρή πραγματικότητα, η οποία υποστηρίζει ότι μετά την κρίση ο τραπεζικός κλάδος θα είναι ένας τομέας με χαμηλή ανάπτυξη και ήπια κερδοφορία (αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό);

Ή είναι μία ένδειξη ότι οι τράπεζες είναι αρκετά αδύναμες ώστε να θέσουν σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή οικονομία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα;

Και στις δύο ερωτήσεις η απάντηση είναι θετική.

Οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια ώστε να καταστούν πιο ασφαλής, αλλά η υποχώρηση της κερδοφορίας τους καθιστά αυτήν την προσπάθεια πιο δύσκολη.

«Δεν επενδύουμε σε ευρωπαϊκές τράπεζες από την αρχή της κρίσης», τονίζει η Luch Macdonald, επικεφαλής επενδύσεων στην Allianz Global Investors και προσθέτει «και έως ότου κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα προβλήματά τους και να αποκτήσουν κεφαλαιακή επάρκεια και να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να επενδύσουμε σε αυτές».

Με πολύ απλά λόγια η ύπαρξη κεφαλαιακής επάρκειας αποτελεί ένα τρόπο μία τράπεζα να προστατευθεί προκειμένου να μην χρεοκοπήσει όταν ακολουθεί ζημιογόνο πορεία.

Τα βασικά κεφάλαιά της προέρχονται από τους μετόχους της, δηλαδή είναι χρήματα τα οποία άντλησε είτε μέσω της έκδοσης νέων μετοχών, είτε διατηρώντας κερδοφόρα πορεία.

Οι μέτοχοι δεν είναι ανάγκη να αποζημιωθούν όταν τα πράγματα πηγαίνουν στραβά, κάτι το οποίο ισχύει για τους καταθέτες και τους ομολογιούχους.

Όσο πιο μεγαλύτερο είναι το μετοχικό κεφάλαιο μίας τράπεζας, τόσο πιο ασφαλής είναι. Οι τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν αναγκαστεί από τις αρχές ελέγχου να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους, από τότε που ξέσπασε η κρίση του 2008. Πριν από αυτήν ορισμένες είχαν τόσο χαμηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που έφθαναν ακόμη και στο 2%.

Εξαιτίας του ότι οι αμερικανικές αρχές ήταν πιο απαιτητικές, οι τράπεζες των ΗΠΑ κατόρθωσαν να αναρρώσουν πολύ πιο γρήγορα από τις ευρωπαϊκές και να αντιμετωπίσουν το παραπάνω βασικό πρόβλημα.

Βάσει ενός κανόνα, ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των αμερικανικών τραπεζών θα πρέπει να φθάνει στο 6,6% των συνολικών περιουσιακών τους στοιχείων, ενώ για τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές φθάνει στο 4,5%. Σημειώνεται ότι οι τράπεζες πολύ συχνά δηλώνουν ότι ο δείκτης φθάνει στο 10%, αλλά σε αυτόν καταμετρούν αρκετά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, ενίοτε, δεν αναγνωρίζουν οι αρχές.

Δύο εκ των μεγαλύτερων γαλλικών τραπεζών, BNP Paribas και Societe Generale, βρίσκονται στο τέλος της λίστας των ευρωπαϊκών τραπεζών, με δείκτη μόλις 4%. Η Deutsche Bank βρίσκεται τελευταία στη λίστα με δείκτη 3,5%, ενώ η μετοχή της έχει υποχωρήσει περίπου 22% από την αρχή του 2016.
«Οι τράπεζες στις οποίες η αγορά γυρνά την πλάτη έχουν λιγότερα κεφάλαια από άλλες και ως εκ τούτου οι μετοχές τους αντιμετωπίζουν προβλήματα», σημειώνει ο Nikhil Srinivasan, επικεφαλής επενδύσεων στην Assicurazioni Generali.

Η Deutsche Bank προσφέρθηκε τον περασμένο μήνα να επαναγοράσει το χρέος της, αλλά δεν βρήκε και πολλούς αγοραστές. Αυτό μεταφράζεται, σύμφωνα με την ίδια την τράπεζα, σε «διάθεση των επενδυτών να παραμείνουν εκτεθειμένοι στο χρέος μας».

Ορισμένοι επενδυτές υποστηρίζουν ότι οι αγορές έχουν αντιδράσει υπερβολικά φέτος. Άλλωστε οι τράπεζες έχουν βελτιώσει τα επίπεδα των κεφαλαίων τους, όπως τονίζει ο Martin Wilhelm, ιδρυτής της εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων IfK, η οποία έχει στην κατοχή της ομόλογα της Deutsche Bank. Όπως σημειώνει «είναι μία άσχημη αρχή, αλλά οι τράπεζες μπορούν να γυρίσουν το παιχνίδι φέτος, όπως ακριβώς μπορεί να κάνει και μία ποδοσφαιρική ομάδα».

Σαφώς θα είναι ευκολότερο να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους εάν βελτιωθούν οι επιχειρηματικές συνθήκες, διατηρώντας τα κέρδη τους και σταματώντας να καταβάλλουν μερίσματα. Όμως υπάρχει ο πονοκέφαλος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι μεγαλύτεροι τραπεζικοί όμιλοι της Ευρώπης έχασαν περί των 600 δισ. δολαρίων από τις τοποθετήσεις τους στην αμερικανική αγορά subprime, ενώ ακολούθως «φορτώθηκαν» περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τόσο καταναλωτών όσο και επιχειρήσεων, εξαιτίας και της μακροχρόνιας ύφεσης που πλήττει αρκετές οικονομίες.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν στους ισολογισμούς τους μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους ενός τρισ. δολαρίων. Για τις ιταλικές αντιστοιχούν σχεδόν στο 20% των συνολικών δανείων. Με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα είναι πολύ δύσκολο οι τράπεζες να έχουν κέρδη από τόκους.

Ιρλανδία και Ισπανία είναι οι μοναδικές χώρες της Ευρωζώνης που ανάγκασαν τις τράπεζές τους να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους. Οι τράπεζες αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και μάλιστα με πολύ μεγάλο discount.

Σαφώς το «καθάρισμα] στοίχισε αρκετά στις κυβερνήσεις, αλλά μία υγιής τράπεζα μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη. Βάσει των νέων κανόνων της Ε.Ε., οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρηματοδοτούν μία τραπεζική σωτηρία, εάν πρώτα οι βασικοί πιστωτές μίας τράπεζας δεν πληρώσουν.

Ορισμένοι πολιτικοί αντιδρούν στο «καθάρισμα» των τραπεζών, καθώς τονίζουν ότι με αυτό τον τρόπο θα την «πληρώσουν» οι καταθέτες, είτε ιδιώτες, είτε επιχειρήσεις.

Την ίδια ώρα η αναταραχή στις αγορές καθιστά την κατάσταση χειρότερη. Οι επενδυτές εγκαταλείπουν τις τραπεζικές μετοχές, φοβούμενοι και τη μεγάλη έκθεση των τραπεζών στις αγορές εμπορευμάτων και στις αναδυόμενες αγορές.

Η Barclays κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών «είδε» την επενδυτική της μονάδα να εμφανίζει ζημίες.

Όμως δεν είναι εύκολο να επιτύχεις ανάπτυξη, ούτε μέσω των κλασσικών τραπεζικών υπηρεσιών. Η Deutsche Bank προχώρησε στην αγορά αρκετών μονάδων λιανικής τραπεζικής το 2010, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση της έναντι των 409 ταμιευτηρίων και 1.047 συνεταιριστικών τραπεζών που διαθέτει η Γερμανία.

Ταυτόχρονα οι ευρωπαϊκές αγορές δεν έχουν το «βάθος» της αμερικανικής. Οι εταιρείες είναι πιο δύσκολο να εκδώσουν μετοχές ή ομόλογα για να αντλήσουν ρευστότητα και ως εκ τούτου εξαρτώνται περισσότερο από τις τράπεζες. «Οι τράπεζες, όμως, δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση», υποστηρίζει ο Steward Richardson, επικεφαλής επενδύσεων στην RMG Wealth Management.

Keywords
Τυχαία Θέματα